Καταγόμενος από πλούσια οικογένεια, ο Vincenzo Lancia γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου του 1881. Ο πατέρας του, Cavalier Giuseppe Lancia, είχε πλουτίσει από την βιομηχανία κονσερβοποιημένων τροφίμων και επιθυμούσε ο γιός του Vincenzo να γίνει δικηγόρος. Οι επιδόσεις του όμως στο σχολείο δεν ήταν οι αναμενόμενες και ο πατέρας του συμβιβάσθηκε με την ιδέα να πετύχει ως λογιστής. Η λειτουργία στον περίβολο του σπιτιού του ενός εργαστηρίου των αδελφών Ceirano οι οποίοι κατασκεύαζαν ποδήλατα, κέντρισε το ενδιαφέρον του μικρού Vincenzo ο οποίος σύχναζε συχνά εκεί, εξασκούμενος στα μηχανολογικά.
Όταν οι αδελφοί Ceirano άρχισαν να ασχολούνται με το αυτοκίνητο ο Vincenzo εγκατέλειψε το σχολείο για να εργασθεί στους Ceirano. Ο πατέρας του έδωσε την έγκρισή του για να εργασθεί ως λογιστής, αλλά ο νεαρός Vincenzo αντί για τα λογιστικά βιβλία άρχισε να μελετά και να επισκευάζει κινητήρες. Το 1899 οι αδελφοί Ceirano άρχισαν την κατασκευή ενός μικρού αυτοκινήτου το οποίο έγινε επιτυχία αλλά με τα περιορισμένα μέσα που διέθεταν δεν κάλυπταν την αυξημένη ζήτηση. Τον Ιούλιο του 1899 δέχθηκαν την προσφορά του Giovanni Agnelli και για 30 χιλιάδες λίρες πούλησαν το εργοστάσιο και τις πατέντες για το αυτοκίνητο που θα αποτελούσε την βάση για το Fiat 3.5 ίππων. Ο δεκαοκτάχρονος τότε Vincenzo μαζί με τον Felice Nazzaro προσλήφθηκαν στη Fiat ως οδηγοί δοκιμαστές.
Τα χρόνια που εργάσθηκε στη Fiat χάρισαν στον νεαρό Vincenzo πολύτιμες εμπειρίες και τον προετοίμασαν για μία συναρπαστική συνέχεια στη ζωή του. Ίδρυσε την Lancia, εργάσθηκε μεθοδικά και απαιτητικά αλλά δεν στερήθηκε την καλή ζωή, το καλό φαγητό, το ποτό και την αγάπη του για την μουσική και ειδικότερα την όπερα. Παντρεύτηκε το 1922 μία γραμματέα, την Adele Miglietti και απέκτησε τρία παιδιά. Πέθανε πρόωρα, στις 15 Φεβρουαρίου του 1937, σε ηλικία μόλις 55 ετών από καρδιακή προσβολή στον ύπνο του.
Η αγάπη του Vincenzo Lancia για το αυτοκίνητο είχε ήδη εκδηλωθεί όταν εγκατέλειψε το σχολείο για να εργασθεί στους αδελφούς Ceirano. Μετά την πρόσληψή του στη Fiat ασχολήθηκε συστηματικά με την εξέλιξη των αυτοκινήτων της εταιρείας από την θέση του οδηγού-δοκιμαστού, συμμετέχοντας σε πολυάριθμους αγώνες. Ο τρόπος οδήγησής του ήταν ορμητικός και πολλές φορές ριψοκίνδυνος.
Το 1906 άρχισε να κατασκευάζει δικού του σχεδιασμού αυτοκίνητα και στις 29 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου ίδρυσε την αυτοκινητοβιομηχανία Lancia, μαζί με τον φίλο του Claudio Fogolin. Από την αρχή ο Vincenzo έδωσε με τα μοντέλα Lancia το στίγμα της εταιρείας, προσφέροντας τεχνικά καινοτόμες λύσεις, συχνά επαναστατικές, που προλάβαιναν τις απαιτήσεις των οδηγών. Μολονότι οι τεχνολογικές εξελίξεις βάρυναν ιδιαίτερα στη Lancia, οι σχεδιαστές της ποτέ δεν υποτίμησαν την αισθητική πλευρά των αυτοκινήτων.
Η ξεχωριστή προσωπικότητα κάθε μοντέλου Lancia συνδυάζει την καινοτομία με την παράδοση χωρίς να υποκύπτει σε εφήμερες τάσεις της αγοράς. Τα αυτοκίνητα Lancia στη συνείδηση των αγοραστών ήσαν πάντα ξεχωριστά και όμορφα αλλά ποτέ υπερβολικά. Όπως θα δούμε στη συνέχεια αυτό ίσχυσε και για τα επαγγελματικά οχήματα Lancia.
Τα πρώτα φορτηγά (1911-1918)
Σχεδόν από την αρχή της παραγωγής επιβατικών αυτοκινήτων ο Vincenzo Lancia θεωρούσε οτι αυτά θα έπρεπε να πλαισιωθούν και από επαγγελματικά. Το πρώτο από αυτά ήταν ένα ελαφρό όχημα βασισμένο στο επιβατικό Eta (τετρακύλινδρος κινητήρας 4082 κ.εκ.) και παρουσιάσθηκε το 1911. Διέφερε από το επιβατικό ως προς την ύπαρξη ενός επίπεδου χώρου φόρτωσης στο πίσω μέρος. Όμως το πρώτο πραγματικό επαγγελματικό αυτοκίνητο ήταν το μοντέλο Ζ του 1912 που εφοδιάσθηκε με τον τετρακύλινδρο κινητήρα 4940 κ.εκ., 70 ίππων.
Αυτό ήταν και το πρώτο Lancia για στρατιωτική χρήση. Όπως και το αρχικό ελαφρό φορτηγό Lancia και το μοντέλο Ζ βασίσθηκε στο επιβατικό Eta. Λίγο πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο παρουσιάσθηκε η σειρά Jota (γιώτα : από το γράμμα της ελληνικής αλφαβήτου) η οποία απαρτίσθηκε από επτά συνολικά μοντέλα, με το τελευταίο να παράγεται το 1927. Όπως για τον χαρακτηρισμό των επιβατικών αυτοκινήτων και για τα επαγγελματικά ο Vincenzo Lancia χρησιμοποίησε γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου. Τα φορτηγά Jota και Dijota που παρουσιάσθηκαν το 1915 και εφοδιάσθηκαν με τον κινητήρα 4940 κ.εκ., 70 ίππων, παράχθηκαν κατά την διάρκεια του πολέμου. Στο διάστημα μέχρι το τέλος του πολέμου τα εργοστάσια Lancia υποχρεώθηκαν να σταματήσουν την παραγωγή επιβατικών αυτοκινήτων προς όφελος των στρατιωτικών φορτηγών.
Ο μεσοπόλεμος (1919-1940)
Το τέλος του πολέμου το 1919 έφερε μία σημαντική ύφεση στην αγορά φορτηγών. Οι παραγγελίες του στρατού σταμάτησαν, ενώ οι πωλήσεις σε ιδιώτες μειώθηκαν αφού οι περισσότεροι στράφηκαν στα πλεονάζοντα αποθέματα που εκποιούσε ο στρατός. Παρ’όλα αυτά ο Vincenzo Lancia θεωρούσε την ύφεση παροδική και το 1921 παρουσίασε τα μοντέλα Trijota και Tetrajota. Όπως και στα προηγούμενα Jota και Dijota χρησιμοποιήθηκε ο κινητήρας 4940 κ.εκ., 70 ίππων.
Με αφετηρία τα πλαίσια των Trijota και Tetrajota οι κατασκευαστές αμαξωμάτων παρουσίασαν διάφορα φορτηγά, αστικά και τουριστικά λεωφορεία. Η επιτυχία αυτών των φορτηγών πέρασε γρήγορα τα σύνορα της Ιταλίας. Στο μεταξύ η ανάπτυξη είχε αρχίσει και μαζί με την βελτίωση του οδικού δικτύου στην Ιταλία δημιουργήθηκε η ανάγκη για μεγαλύτερα φορτηγά. Το 1924 η Lancia παρουσίασε το Pentajota με το μεγαλύτερο μέχρι τότε μεταξόνιο 4,31 μέτρων και χώρο φόρτωσης εμβαδού 7,8 τετραγωνικών μέτρων. Αυτό το φορτηγό ωφέλιμου φορτίου 5300 κιλών ήταν το μεγαλύτερο διαθέσιμο. Η ανάγκη για λεωφορεία με μεγάλη μεταφορική ικανότητα οδήγησε την Lancia στην ανάπτυξη του πλαισίου Esajiota. Το πλαίσιο αυτό ήταν κατασκευασμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπει την προσαρμογή αμαξωμάτων χαμηλού ύψους. Επίσης το 1927 παρουσιάσθηκε το πλαίσιο φορτηγού Eptajiota το οποίο ήταν το τελευταίο της σειράς αυτής.
Σημαντικό ήταν και το πλαίσιο της νέας σειράς Omicron που αναπτύχθηκε για την κατασκευή αστικών και υπεραστικών λεωφορείων. Εφοδιασμένο με εξακύλινδρο βενζινοκινητήρα 7060 κ.εκ., 92 ίππων σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Τα λεωφορεία σειράς Omicron αποδείχθηκαν εξαιρετικά αξιόπιστα διανύοντας πάνω από δύο εκατομμύρια χιλιόμετρα, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και στην Αφρική.
Μέχρι τώρα η Lancia δεν διέθετε παρά μόνο βενζινοκινητήρες. Η εμφάνιση όμως των πετρελαιοκινητήρων με το πλεονέκτημα της οικονομικότερης λειτουργίας έστρεψε την Lancia προς αυτή την κατεύθυνση. Μετά από μελέτη των δεδομένων αποφάσισε να αγοράσει τα δικαιώματα κατασκευής του πετρελαιοκινητήρα της γερμανικής Junkers. Αυτός ο κινητήρας ήταν δίχρονος και διέθετε δύο αντίθετα κινούμενα έμβολα σε κάθε κύλινδρο, μία πραγματικά ασυνήθιστη διάταξη.
Το πρώτο πετρελαιοκίνητο φορτηγό παρουσίασε η Lancia το 1932 στην έκθεση του Μιλάνου. Επρόκειτο για το μοντέλο RO το οποίο εφοδιάσθηκε με δίχρονο, δικύλινδρο πετρελαιοκινητήρα σχεδιασμού Junkers. Το 1935 προστέθηκε στη νέα σειρά πετρελαιοκίνητων φορτηγών Lancia το μοντέλο RO-RO με τρικύλινδρο, δίχρονο κινητήρα και πάλι σχεδιασμού Junkers. Ωστόσο η πολυπλοκότητα κατασκευής αυτών των κινητήρων ανάγκασε την Lancia να αναπτύξει ένα δικό της «συμβατικό» πετρελαιοκινητήρα, πεντακύλινδρο σε σειρά (6875 κ.εκ., 93 ίπποι). Με τον κινητήρα αυτό εφοδιάσθηκε το 3RO του 1938, ένα από τα πιό εξελιγμένα φορτηγά της περιόδου εκείνης. Το 1941 η Lancia διέθεσε ένα ελαφρό ηλεκτροκίνητο φορτηγό, το Ε291, ωφέλιμου φορτίου 3500 κιλών. Χρησιμοποιήθηκε για διανομές, ανέπτυσσε ταχύτητα 22 χλμ/ώρα με πλήρες φορτίο και διέθετε αυτονομία 60 χιλιομέτρων.
Η μεταπολεμική εποχή (1945-1969)
Το 3RO συνέχισε να παράγεται και μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και συγκεκριμένα έως το 1947. Μάλιστα στα μεταπολεμικά μοντέλα η νέα μάσκα που χρησιμοποιήθηκε είχε το σχήμα ασπίδας, χαρακτηριστικό για όλα τα Lancia. Το πρώτο πραγματικά νέο μεταπολεμικό φορτηγό ήταν το Esatau του 1947. Ως εξέλιξη του 3RO εφοδιάσθηκε με τον πεντακύλινδρο πετρελαιοκινητήρα (6875 κ.εκ., 93 ίπποι) αλλά και με ένα εξακύλινδρο (8245 κ.εκ., 122 ίπποι). Το μοντέλο αυτό ήταν το τελευταίο ιταλικό φορτηγό με θάλαμο οδήγησης πίσω από τον κινητήρα. Το αμάξωμά του ήταν καλοσχεδιασμένο, με το μακρύ κάλυμμα του κινητήρα να καταλήγει στη μάσκα στο σχήμα της ασπίδας της Lancia. Οι επόμενες εκδόσεις, Esatau A (1955-1956) και Esatau B (1957-1963) διέθεταν θάλαμο οδήγησης επάνω από τον κινητήρα. Οι κινητήρες τους ήσαν εξακύλινδροι 8867 κ.εκ., 144-150 ίππων.
Σε μία μικρότερη κατηγορία η Lancia διέθεσε μεταξύ του 1953 και 1957 το φορτηγό Beta Z50 με τον παλαιό πετρελαιοκινητήρα Junkers (δίχρονος, δικύλινδρος 1963 κ.εκ., 41 ίππων). Το Beta Z50 ήταν επηρρεασμένο από το Esatau με θάλαμο οδήγησης επάνω από τον κινητήρα, ενώ η εξέλιξή του ήταν το Beta 190 με οριζόντιες ραβδώσεις περιμετρικά του θαλάμου οδήγησης.
Τα τελευταία φορτηγά Lancia ήσαν τα Esadelta και Esagamma που παρουσιάσθηκαν το 1959. Στο αρχικό Esadelta η μάσκα περιελάμβανε την ασπίδα της Lancia και ο ανεμοθώρακας ήταν κεκλιμμένος προς τα πίσω. Στο Esagamma και στο τελευταίο Esadelta η ασπίδα στη μάσκα είχε πεπλατυσμένο σχήμα, όπως στα επιβατικά αυτοκίνητα της εταιρείας. Στο Esadelta χρησιμοποιήθηκε κινητήρας 8245 κ.εκ., 115 ίππων, ενώ στο Esagamma κινητήρας 10521 κ.εκ., 187 ίππων. Το 1969 η Lancia πέρασε στην ιδιοκτησία της Fiat και το 1975, με την δημιουργία της Iveco ενσωματώθηκε σε αυτή.